- κατασκοπίας
- κατασκοπίᾱς , κατασκοπίαfem acc plκατασκοπίᾱς , κατασκοπίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Nikodim Tsarknias — (Greek: Νικόδημος Τσαρκνιάς, Macedonian: Никодим Царкњас) is an ethnic Macedonian Orthodox Christian monk and self declared Archimandrite who originates from the Greek region of Macedonia. In 1973 he was an ordained as a member of the Greek… … Wikipedia
Hippolytvs [1] — HIPPOLŶTVS, i, (⇒ Tab. XXIX.) des Theseus Sohn: ob aber Hippolyta, oder Antiopa, seine Mutter gewesen, ist nicht füglich zu bestimmen; weil man nicht weis, welche eigentlich von beyden des Theseus Gemahlinn gewesen sey. Genug aber, daß es eine… … Gründliches mythologisches Lexikon
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
κατασκοπία — Δραστηριότητα μυστικού χαρακτήρα, η οποία αποσκοπεί στη συλλογή πληροφοριών που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την πολεμική ετοιμότητα κρατών, των οποίων οι σχέσεις είναι ή εκτιμάται ότι θα γίνουν εχθρικές. Η δραστηριότητα αυτή, για την οποία αρχικά… … Dictionary of Greek
κατασκοπεία — η (Α κατασκοπία) νεοελλ. 1. η με μυστικούς πράκτορες συλλογή πληροφοριών για απόρρητα στοιχεία ενός άλλου κράτους 2. η ειδική υπηρεσία που εκτελεί το έργο αυτό 3. κοίταγμα στα κρυφά, μυστική παρακολούθηση 4. φρ. «βιομηχανική κατασκοπεία» η μέσω… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κανάρις, Βίλχελμ φον- — (Wilhelm von Kanaris, Απλερμπέκ 1887 – Φλόσενμπεργκ 1945). Γερμανός ναύαρχος. Ήταν γιος διευθυντή χαλυβουργείου και κατετάγη το 1905 στο πολεμικό ναυτικό. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στο καταδρομικό Δρέσδη, μετά τη βύθιση … Dictionary of Greek
Καουτίλια — (4ος αι. π.Χ.). Ινδός συγγραφέας. Είναι επίσης γνωστός και ως Τσάνακυα ή Βισνουγκούπτα. Κατά την παράδοση, ήταν υπουργός στην αυλή του μεγάλου Τσαντραγκούπτα B’, για τον οποίο και έγραψε την Αρτασάστρα (η οποία, όμως, τοποθετείται από μερικούς… … Dictionary of Greek
Μάτα Xάρι — (Mata Hari, Λεουβάρντεν 1876 – Βενσέν 1917). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο (στην ιαβανέζικη διάλεκτο, μάτα χάρι σημαίνει πουλί της αυγής) της Ολλανδής χορεύτριας και κατασκόπου Μαργκαρέτα Γκεερτρουίντα Ζέλε (Margaretha Geertruida Zelle). Αρχικά έζησε… … Dictionary of Greek
Τουχατσέφσκι, Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς — (1893 – 1937). Σοβιετικός στρατάρχης. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια ευγενών του Σμολένσκ και σπούδασε στη Στρατιωτική σχολή της Μόσχας. Πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση προσχώρησε στο κομουνιστικό κόμμα.… … Dictionary of Greek